διερμηνεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διερμηνεία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διερμηνεία < διερμηνεύω < αρχαία ελληνική διά (δι-) + ἑρμηνεύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðieɾ.miˈni.a/ & /ði̯eɾ.miˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ερ‐μη‐νεί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιερμηνεία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία διερμηνεία