↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διερμηνεύτρια οι διερμηνεύτριες
      γενική της διερμηνεύτριας των διερμηνευτριών
    αιτιατική τη διερμηνεύτρια τις διερμηνεύτριες
     κλητική διερμηνεύτρια διερμηνεύτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διερμηνεύτρια < διερμηνεύ(ς) + κατάληξη θηλυκού -τρια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διερμηνεύτρια θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε διερμηνέας