ενικός         πληθυντικός  
interpretation interpretations

  Ετυμολογία

επεξεργασία
interpretation < interpret + -ation

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

interpretation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η ερμηνεία, η εκδοχή, ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο γίνεται κατανοητό ή εξηγείται κάτι
    ⮡  This allows for many interpretations.
    Αυτό επιδέχεται πολλές ερμηνείες.
    ⮡  That is a reasonable interpretation.
    Αυτό είναι μια λογική ερμηνεία.
    ⮡  This interpretation is also possible.
    Κι αυτή η εκδοχή είναι δυνατή.