Δείτε επίσης: ἐκδοχή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκδοχή οι εκδοχές
      γενική της εκδοχής των εκδοχών
    αιτιατική την εκδοχή τις εκδοχές
     κλητική εκδοχή εκδοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκδοχή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐκδοχή (αρχαία σημασία: αποδοχή, παραλαβή, αναμονή, επακολουθία)[1] < ἐκδέχομαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ek.ðoˈçi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐δο‐χή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκδοχή θηλυκό

  1. ο προσωπικός τρόπος με τον οποίο κάποιος παρουσιάζει ένα γεγονός, μία από περισσότερες δυνατές ερμηνείες του
    ⮡  Ακούσαμε τι κατέθεσαν οι μάρτυρες της κατηγορίας. Ας ακούσουμε τώρα και την εκδοχή του κατηγορουμένου.
  2. άποψη ή αντίληψη που έχει κάποιος για ένα γεγονός
  3. πιθανό ενδεχόμενο, πιθανή έκβαση, εφικτός τρόπος εφαρμογής αλλά όχι μοναδικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία