εκδοχή
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκδοχή | οι | εκδοχές |
γενική | της | εκδοχής | των | εκδοχών |
αιτιατική | την | εκδοχή | τις | εκδοχές |
κλητική | εκδοχή | εκδοχές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εκδοχή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐκδοχή (αρχαία σημασία: αποδοχή, παραλαβή, αναμονή, επακολουθία)[1] < ἐκδέχομαι
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ek.ðoˈçi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐δο‐χή
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εκδοχή θηλυκό
- ο προσωπικός τρόπος με τον οποίο κάποιος παρουσιάζει ένα γεγονός, μία από περισσότερες δυνατές ερμηνείες του
- ↪ Ακούσαμε τι κατέθεσαν οι μάρτυρες της κατηγορίας. Ας ακούσουμε τώρα και την εκδοχή του κατηγορουμένου.
- άποψη ή αντίληψη που έχει κάποιος για ένα γεγονός
- πιθανό ενδεχόμενο, πιθανή έκβαση, εφικτός τρόπος εφαρμογής αλλά όχι μοναδικός
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ εκδοχή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.