ἐκδοχή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐκδοχή | αἱ | ἐκδοχαί |
γενική | τῆς | ἐκδοχῆς | τῶν | ἐκδοχῶν |
δοτική | τῇ | ἐκδοχῇ | ταῖς | ἐκδοχαῖς |
αιτιατική | τὴν | ἐκδοχήν | τὰς | ἐκδοχᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ἐκδοχή | ἐκδοχαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐκδοχᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐκδοχαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαἐκδοχή, ήδη τον 6ο/5ο αιώνα < ἐκδέχομαι < ἐκ- + δέχομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐκδοχή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη δέχομαι
Πηγές
επεξεργασία- ἐκδοχή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐκδοχή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.