Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραλαβή οι παραλαβές
      γενική της παραλαβής των παραλαβών
    αιτιατική την παραλαβή τις παραλαβές
     κλητική παραλαβή παραλαβές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραλαβή < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραλαβή θηλυκό

  • η πράξη του παραλαμβάνω, το να πάρει κάποιος, αντικείμενο που του έδωσε άλλος

  Μεταφράσεις επεξεργασία