παραλαμβάνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραλαμβάνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παραλαμβάνω < παρα- + λαμβάνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾa.laɱˈva.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐λαμ‐βάν‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαπαραλαμβάνω, αόρ.: παρέλαβα, παθ.φωνή: παραλαμβάνομαι, π.αόρ.: παραλήφθηκα/παρελήφθη3ο
- παίρνω κάτι που μου ανήκει ή με αφορά από κάποιον ο οποίος μου το παραδίδει
- ⮡ οι γονείς καλούνται αύριο να έλθουν στο σχολείο για να παραλάβουν τους ελέγχους των παιδιών τους
- παίρνω κάτι (επιστολή, δέμα) που μου έχουν αποστείλει ταχυδρομικά
- παίρνω εμπόρευμα που έχω παραγγείλει είτε από εμπορικό κατάστημα είτε σε δικό μου χώρο, εφόσον μου έχει αποσταλεί
- (για δημόσιο έργο ή παραγγελία) αποδέχομαι και υπογράφω τα επίσημα έγγραφα με τα οποία πιστοποιώ την καλή εκτέλεση και ολοκλήρωση ενός έργου ή την καλή κατάσταση των αντικειμένων που παραδίδονται
- αναλαμβάνω επίσημα τα καθήκοντά μου σε μια θέση από τον προηγούμενο που την κατείχε και μου την παραδίδω
- παίρνω κάποιον από ένα σημείο για να τον οδηγήσω σε άλλο, επειδή είμαι επιφορτισμένος με αυτό το καθήκον
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη λαμβάνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραλαμβάνω | παραλάμβανα | θα παραλαμβάνω | να παραλαμβάνω | παραλαμβάνοντας | |
β' ενικ. | παραλαμβάνεις | παραλάμβανες | θα παραλαμβάνεις | να παραλαμβάνεις | παραλάμβανε | |
γ' ενικ. | παραλαμβάνει | παραλάμβανε | θα παραλαμβάνει | να παραλαμβάνει | ||
α' πληθ. | παραλαμβάνουμε | παραλαμβάναμε | θα παραλαμβάνουμε | να παραλαμβάνουμε | ||
β' πληθ. | παραλαμβάνετε | παραλαμβάνατε | θα παραλαμβάνετε | να παραλαμβάνετε | παραλαμβάνετε | |
γ' πληθ. | παραλαμβάνουν(ε) | παραλάμβαναν παραλαμβάναν(ε) |
θα παραλαμβάνουν(ε) | να παραλαμβάνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρέλαβα | θα παραλάβω | να παραλάβω | παραλάβει | ||
β' ενικ. | παρέλαβες | θα παραλάβεις | να παραλάβεις | παράλαβε | ||
γ' ενικ. | παρέλαβε | θα παραλάβει | να παραλάβει | |||
α' πληθ. | παραλάβαμε | θα παραλάβουμε | να παραλάβουμε | |||
β' πληθ. | παραλάβατε | θα παραλάβετε | να παραλάβετε | παραλάβετε | ||
γ' πληθ. | παρέλαβαν παραλάβαν(ε) |
θα παραλάβουν(ε) | να παραλάβουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραλάβει | είχα παραλάβει | θα έχω παραλάβει | να έχω παραλάβει | ||
β' ενικ. | έχεις παραλάβει | είχες παραλάβει | θα έχεις παραλάβει | να έχεις παραλάβει | ||
γ' ενικ. | έχει παραλάβει | είχε παραλάβει | θα έχει παραλάβει | να έχει παραλάβει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραλάβει | είχαμε παραλάβει | θα έχουμε παραλάβει | να έχουμε παραλάβει | ||
β' πληθ. | έχετε παραλάβει | είχατε παραλάβει | θα έχετε παραλάβει | να έχετε παραλάβει | ||
γ' πληθ. | έχουν παραλάβει | είχαν παραλάβει | θα έχουν παραλάβει | να έχουν παραλάβει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραλαμβάνομαι | παραλαμβανόμουν(α) | θα παραλαμβάνομαι | να παραλαμβάνομαι | παραλαμβανόμενος | |
β' ενικ. | παραλαμβάνεσαι | παραλαμβανόσουν(α) | θα παραλαμβάνεσαι | να παραλαμβάνεσαι | (παραλαμβάνου) | |
γ' ενικ. | παραλαμβάνεται | παραλαμβανόταν(ε) | θα παραλαμβάνεται | να παραλαμβάνεται | ||
α' πληθ. | παραλαμβανόμαστε | παραλαμβανόμαστε παραλαμβανόμασταν |
θα παραλαμβανόμαστε | να παραλαμβανόμαστε | ||
β' πληθ. | παραλαμβάνεστε | παραλαμβανόσαστε παραλαμβανόσασταν |
θα παραλαμβάνεστε | να παραλαμβάνεστε | (παραλαμβάνεστε) | |
γ' πληθ. | παραλαμβάνονται | παραλαμβάνονταν παραλαμβανόντουσαν |
θα παραλαμβάνονται | να παραλαμβάνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραλήφθηκα | θα παραληφθώ | να παραληφθώ | παραληφθεί | ||
β' ενικ. | παραλήφθηκες | θα παραληφθείς | να παραληφθείς | παραλήψου | ||
γ' ενικ. | παραλήφθηκε | θα παραληφθεί | να παραληφθεί | |||
α' πληθ. | παραληφθήκαμε | θα παραληφθούμε | να παραληφθούμε | |||
β' πληθ. | παραληφθήκατε | θα παραληφθείτε | να παραληφθείτε | παραληφθείτε | ||
γ' πληθ. | παραλήφθηκαν παραληφθήκαν(ε) |
θα παραληφθούν(ε) | να παραληφθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παραληφθεί | είχα παραληφθεί | θα έχω παραληφθεί | να έχω παραληφθεί | ||
β' ενικ. | έχεις παραληφθεί | είχες παραληφθεί | θα έχεις παραληφθεί | να έχεις παραληφθεί | ||
γ' ενικ. | έχει παραληφθεί | είχε παραληφθεί | θα έχει παραληφθεί | να έχει παραληφθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παραληφθεί | είχαμε παραληφθεί | θα έχουμε παραληφθεί | να έχουμε παραληφθεί | ||
β' πληθ. | έχετε παραληφθεί | είχατε παραληφθεί | θα έχετε παραληφθεί | να έχετε παραληφθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παραληφθεί | είχαν παραληφθεί | θα έχουν παραληφθεί | να έχουν παραληφθεί |
Λόγιοι τύποι παθητικού αορίστου: συνήθως στα 3α πρόσωπα: παρελήφθη (ενικού), παρελήφθησαν (πληθυντικού)
- από την αρχαία κλίση αορίστου: παρελήφθην (παρελήφθης, παρελήφθη, παρελήφθημεν, παρελήφθητε, παρελήφθησαν) Επίσης, μετοχή παθητικού αορίστου: παραληφθείς