ενεστώτας receive
γ΄ ενικό ενεστώτα receives
αόριστος received
παθητική μετοχή received
ενεργητική μετοχή receiving

receive (en)

  1. (μεταβατικό, μάλλον επίσημο) λαμβάνω, παραλαμβάνω, παίρνω ή δέχομαι κάτι που μου αποστέλλεται ή μου δίνεται
    ⮡  I received no news from her yet.
    Δεν έλαβα ειδήσεις της ακόμα.
    ⮡  We just received the packages he sent us.
    Μόλις παραλάβαμε τα δέματα που μας έστειλε.
    ⮡  I received your message yesterday.
    Πήρα το μήνυμά σου χθες.
    ⮡  Have you received any news from her?
    Πήρες ειδήσεις της;
     συνώνυμα:  acquire, get, have και take
  2. (μεταβατικό) υποδέχομαι, βιώνω ή μου δίνεται ένα συγκεκριμένο είδος θεραπείας ή προσοχής
    ⮡  He was received coldly.
    Τον υποδέχτηκαν ψυχρά.