receive
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενεστώτας | receive |
γ΄ ενικό ενεστώτα | receives |
αόριστος | received |
παθητική μετοχή | received |
ενεργητική μετοχή | receiving |
ΡήμαΕπεξεργασία
receive (en)
- δέχομαι, λαμβάνω, παίρνω
- παραλαμβάνω
- ↪ We just received the packages he sent us.
- Μόλις παραλάβαμε τα δέματα που μας έστειλε.
- ≈ συνώνυμα: get, take delivery
- ↪ We just received the packages he sent us.
- υποδέχομαι