υποδέχομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποδέχομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποδέχομαι. Συγχρονικά αναλύεται σε υπο- + δέχομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.poˈðe.xo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐δέ‐χο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαυποδέχομαι, π.αόρ.: υποδέχτηκα (αποθετικό ρήμα)
- χαιρετώ και καλωσορίζω κάποιον που μόλις ήρθε στο χώρο μου
- ⮡ όλη η οικογένεια ετοιμάστηκε να υποδεχτεί τον φιλοξενούμενο
- (μεταφορικά)
- ⮡ οι κάτοικοι της πόλης υποδέχτηκαν με πυροτεχνήματα τον νέο χρόνο
- αντιμετωπίζω με κάποια συγκεκριμένη διάθεση κάποιον που ήρθε ή κάτι που μόλις έγινε ή ανακοινώθηκε
- ⮡ τον υποδέχτηκαν ψυχρά
Αντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υποδέχομαι | υποδεχόμουν(α) | θα υποδέχομαι | να υποδέχομαι | υποδεχόμενος | |
β' ενικ. | υποδέχεσαι | υποδεχόσουν(α) | θα υποδέχεσαι | να υποδέχεσαι | (υποδέχου) | |
γ' ενικ. | υποδέχεται | υποδεχόταν(ε) | θα υποδέχεται | να υποδέχεται | ||
α' πληθ. | υποδεχόμαστε | υποδεχόμαστε υποδεχόμασταν |
θα υποδεχόμαστε | να υποδεχόμαστε | ||
β' πληθ. | υποδέχεστε | υποδεχόσαστε υποδεχόσασταν |
θα υποδέχεστε | να υποδέχεστε | (υποδέχεστε) | |
γ' πληθ. | υποδέχονται | υποδέχονταν υποδεχόντουσαν |
θα υποδέχονται | να υποδέχονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υποδέχτηκα | θα υποδεχτώ | να υποδεχτώ | υποδεχτεί | ||
β' ενικ. | υποδέχτηκες | θα υποδεχτείς | να υποδεχτείς | υποδέξου | ||
γ' ενικ. | υποδέχτηκε | θα υποδεχτεί | να υποδεχτεί | |||
α' πληθ. | υποδεχτήκαμε | θα υποδεχτούμε | να υποδεχτούμε | |||
β' πληθ. | υποδεχτήκατε | θα υποδεχτείτε | να υποδεχτείτε | υποδεχτείτε | ||
γ' πληθ. | υποδέχτηκαν υποδεχτήκαν(ε) |
θα υποδεχτούν(ε) | να υποδεχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω υποδεχτεί | είχα υποδεχτεί | θα έχω υποδεχτεί | να έχω υποδεχτεί | ||
β' ενικ. | έχεις υποδεχτεί | είχες υποδεχτεί | θα έχεις υποδεχτεί | να έχεις υποδεχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει υποδεχτεί | είχε υποδεχτεί | θα έχει υποδεχτεί | να έχει υποδεχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε υποδεχτεί | είχαμε υποδεχτεί | θα έχουμε υποδεχτεί | να έχουμε υποδεχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε υποδεχτεί | είχατε υποδεχτεί | θα έχετε υποδεχτεί | να έχετε υποδεχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν υποδεχτεί | είχαν υποδεχτεί | θα έχουν υποδεχτεί | να έχουν υποδεχτεί |