Ετυμολογία

επεξεργασία
υποδέχομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποδέχομαι. Συγχρονικά αναλύεται σε υπο- + δέχομαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.poˈðe.xo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πο‐δέ‐χο‐μαι

υποδέχομαι, π.αόρ.: υποδέχτηκα (αποθετικό ρήμα)

  1. χαιρετώ και καλωσορίζω κάποιον που μόλις ήρθε στο χώρο μου
    ⮡  όλη η οικογένεια ετοιμάστηκε να υποδεχτεί τον φιλοξενούμενο
    • (μεταφορικά)
      ⮡  οι κάτοικοι της πόλης υποδέχτηκαν με πυροτεχνήματα τον νέο χρόνο
  2. αντιμετωπίζω με κάποια συγκεκριμένη διάθεση κάποιον που ήρθε ή κάτι που μόλις έγινε ή ανακοινώθηκε
    ⮡  τον υποδέχτηκαν ψυχρά

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία