καλωσορίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλωσορίζω < από τη φράση καλώς όρισες.
Ρήμα
επεξεργασίακαλωσορίζω
- χαιρετώ και υποδέχομαι φιλόξενα κάποιον που μόλις έφτασε, με τη φράση καλώς όρισες - καλώς ορίσατε ή κάποια άλλη παρόμοια
- Πήγαινε να καλωσορίσεις τους καλεσμένους μας.
- (μεταφορικά) αποδέχομαι, καλοδέχομαι κάτι το καινούριο
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καλωσορίζω | καλωσόριζα | θα καλωσορίζω | να καλωσορίζω | καλωσορίζοντας | |
β' ενικ. | καλωσορίζεις | καλωσόριζες | θα καλωσορίζεις | να καλωσορίζεις | καλωσόριζε | |
γ' ενικ. | καλωσορίζει | καλωσόριζε | θα καλωσορίζει | να καλωσορίζει | ||
α' πληθ. | καλωσορίζουμε | καλωσορίζαμε | θα καλωσορίζουμε | να καλωσορίζουμε | ||
β' πληθ. | καλωσορίζετε | καλωσορίζατε | θα καλωσορίζετε | να καλωσορίζετε | καλωσορίζετε | |
γ' πληθ. | καλωσορίζουν(ε) | καλωσόριζαν καλωσορίζαν(ε) |
θα καλωσορίζουν(ε) | να καλωσορίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καλωσόρισα | θα καλωσορίσω | να καλωσορίσω | καλωσορίσει | ||
β' ενικ. | καλωσόρισες | θα καλωσορίσεις | να καλωσορίσεις | καλωσόρισε | ||
γ' ενικ. | καλωσόρισε | θα καλωσορίσει | να καλωσορίσει | |||
α' πληθ. | καλωσορίσαμε | θα καλωσορίσουμε | να καλωσορίσουμε | |||
β' πληθ. | καλωσορίσατε | θα καλωσορίσετε | να καλωσορίσετε | καλωσορίστε | ||
γ' πληθ. | καλωσόρισαν καλωσορίσαν(ε) |
θα καλωσορίσουν(ε) | να καλωσορίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καλωσορίσει | είχα καλωσορίσει | θα έχω καλωσορίσει | να έχω καλωσορίσει | ||
β' ενικ. | έχεις καλωσορίσει | είχες καλωσορίσει | θα έχεις καλωσορίσει | να έχεις καλωσορίσει | ||
γ' ενικ. | έχει καλωσορίσει | είχε καλωσορίσει | θα έχει καλωσορίσει | να έχει καλωσορίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καλωσορίσει | είχαμε καλωσορίσει | θα έχουμε καλωσορίσει | να έχουμε καλωσορίσει | ||
β' πληθ. | έχετε καλωσορίσει | είχατε καλωσορίσει | θα έχετε καλωσορίσει | να έχετε καλωσορίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καλωσορίσει | είχαν καλωσορίσει | θα έχουν καλωσορίσει | να έχουν καλωσορίσει |
|