ενεστώτας greet
γ΄ ενικό ενεστώτα greets
αόριστος greeted
παθητική μετοχή greeted
ενεργητική μετοχή greeting

greet (en)

  1. χαιρετώ, χαιρετίζω
    ⮡  He reached out his hand to greet me.
    Πρότεινε το χέρι του για να με χαιρετήσει.
  2. υποδέχομαι
    ⮡  She was greeted with loud cheers.
    Την υποδέχτηκαν με ζωηρές επευφημίες.
     συνώνυμα: welcome