greet
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | greet |
γ΄ ενικό ενεστώτα | greets |
αόριστος | greeted |
παθητική μετοχή | greeted |
ενεργητική μετοχή | greeting |
Ρήμα
επεξεργασίαgreet (en)
- χαιρετώ, χαιρετίζω
- ⮡ He reached out his hand to greet me.
- Πρότεινε το χέρι του για να με χαιρετήσει.
- ⮡ He reached out his hand to greet me.
- υποδέχομαι