Ετυμολογία

επεξεργασία
χαιρετίζω < (ελληνιστική κοινήχαιρετίζω

χαιρετίζω

  1. δηλώνω ότι χαίρομαι για κάτι, ότι το επικροτώ, το επιδοκιμάζω, χαίρομαι για αυτό, το επιβραβεύω, ότι του απευθύνω χαίρε επίσημα
    Η Κυπριακή κυβέρνηση χαιρετίζει την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων δικαιωμάτων....καθώς και την επιδίκαση αποζημιώσεων για ηθική βλάβη στους συγγενείς των αγνοουμένων ύψους 30,000,000 ευρώ
    Ο πρωθυπουργός χαιρέτισε την έναρξη του συνεδρίου...
  2. καλωσορίζω
    Δεν μπορώ να έρθω. Πρέπει να πάω να χαιρετίσω τον κουνιάδο μου που ήρθε χτες από την Κρήτη
  3. χαιρετώ
    Εκανε ότι δεν μας είδε και δεν μας χαιρέτισε



  Μεταφράσεις

επεξεργασία