επιβραβεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιβραβεύω < ελληνιστική κοινή ἐπιβραβεύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.vɾaˈve.vo/
Ρήμα
επεξεργασίαεπιβραβεύω (παθητική φωνή: επιβραβεύομαι)
- ανταμείβω κάποιον ή του δίνω βραβείο, επειδή θεωρώ ότι αξίζει ή είναι σπουδαίος
- ※ Με το φετινό Νόμπελ Φυσικής επιβράβευσαν την αποκάλυψη του κοσμικού επιταχυντή (εφ. Ελευθεροτυπία, 8/10/2011)
Συγγενικά
επεξεργασία- επιβραβευμένος
- επιβράβευση
- → δείτε τις λέξεις επί, βραβεύω και βραβείο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιβραβεύω | επιβράβευα | θα επιβραβεύω | να επιβραβεύω | επιβραβεύοντας | |
β' ενικ. | επιβραβεύεις | επιβράβευες | θα επιβραβεύεις | να επιβραβεύεις | επιβράβευε | |
γ' ενικ. | επιβραβεύει | επιβράβευε | θα επιβραβεύει | να επιβραβεύει | ||
α' πληθ. | επιβραβεύουμε | επιβραβεύαμε | θα επιβραβεύουμε | να επιβραβεύουμε | ||
β' πληθ. | επιβραβεύετε | επιβραβεύατε | θα επιβραβεύετε | να επιβραβεύετε | επιβραβεύετε | |
γ' πληθ. | επιβραβεύουν(ε) | επιβράβευαν επιβραβεύαν(ε) |
θα επιβραβεύουν(ε) | να επιβραβεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιβράβευσα | θα επιβραβεύσω | να επιβραβεύσω | επιβραβεύσει | ||
β' ενικ. | επιβράβευσες | θα επιβραβεύσεις | να επιβραβεύσεις | επιβράβευσε | ||
γ' ενικ. | επιβράβευσε | θα επιβραβεύσει | να επιβραβεύσει | |||
α' πληθ. | επιβραβεύσαμε | θα επιβραβεύσουμε | να επιβραβεύσουμε | |||
β' πληθ. | επιβραβεύσατε | θα επιβραβεύσετε | να επιβραβεύσετε | επιβραβεύστε | ||
γ' πληθ. | επιβράβευσαν επιβραβεύσαν(ε) |
θα επιβραβεύσουν(ε) | να επιβραβεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επιβραβεύσει | είχα επιβραβεύσει | θα έχω επιβραβεύσει | να έχω επιβραβεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις επιβραβεύσει | είχες επιβραβεύσει | θα έχεις επιβραβεύσει | να έχεις επιβραβεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει επιβραβεύσει | είχε επιβραβεύσει | θα έχει επιβραβεύσει | να έχει επιβραβεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επιβραβεύσει | είχαμε επιβραβεύσει | θα έχουμε επιβραβεύσει | να έχουμε επιβραβεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε επιβραβεύσει | είχατε επιβραβεύσει | θα έχετε επιβραβεύσει | να έχετε επιβραβεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επιβραβεύσει | είχαν επιβραβεύσει | θα έχουν επιβραβεύσει | να έχουν επιβραβεύσει |
|