Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανταμείβω < μεσαιωνική ελληνική ἀνταμείβω < αρχαία ελληνική ἀνταμείβομαι < ἀμείβω

  Ρήμα επεξεργασία

ανταμείβω (παθητική φωνή: ανταμείβομαι)

  1. αμείβω κάποιον σε ανταπόδοση κάποιας προσφοράς του ή υπηρεσίας του
  2. ανταποδίδω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία