• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αντάμειψη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντάμειψη οι ανταμείψεις
      γενική της αντάμειψης* των ανταμείψεων
    αιτιατική την αντάμειψη τις ανταμείψεις
     κλητική αντάμειψη ανταμείψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανταμείψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αντάμειψη < (ελληνιστική κοινή) ἀντάμειψις

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αντάμειψη θηλυκό

  • η ανταμοιβή

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αντάμειψη
  • → δείτε τη λέξη ανταμοιβή
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αντάμειψη&oldid=5263980"
Τελευταία επεξεργασία στις 22 Σεπτεμβρίου 2021, στις 06:54

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 22 Σεπτεμβρίου 2021, στις 06:54.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie