ἀμείβω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀμείβω < θέμα αμειβ- και κατά μετάπτωση αμοιβ- πιθανόν συνδεόμενο με το λατινικό moveo και muto καθώς και με το σανσκριτικό mīvati μέσω αρχικής (εικαζόμενης κοινής ινδοευρωπαϊκής ρίζας μαf ή μεf (*meue-, *(a)mewǝ-, *mwō-)
Ρήμα
επεξεργασίαἀμείβω
- αλλάζω, μεταβάλλω, κάνω κάποιον άλλον να αλλάξει
- γενειάδα ἔτεγγ᾽, ἀμείβων χρῶτα πορφυρέᾳ βαφῇ. : η γενειάδα του έγινε κόκκινη πέφτοντας
- ανταλλάσσω, παίρνω σε αντάλλαγμα, δίνω σε αντάλλαγμα, ανταποδίδω
- ὃς πρὸς Τυδεΐδην Διομήδεα τεύχε᾽ ἄμειβε χρύσεα χαλκείων, ἑκατόμβοι᾽ ἐννεαβοίων. : πήγε κι' άλλαξε άρματα με το Διομήδη τότες, χρυσά με χάλκινα, εκατό βοδιών μ' εννιά βοδιώνε.(Ομήρου Ιλιάδα Ραψωδία Ζ ή 6η 235, απόδοση Αλεξ. Πάλλη)
- εναλλάσσω
- γόνυ γουνὸς ἀμείβων : απόσιγα τα γόνατα κουνώντας (Ιλιάδα, 547 απόδοση Καζαντζάκης-Κακριδής)
- διέρχομαι, εξέρχομαι, αλλάζω τόπο, βγαίνω ή μπαίνω σε ένα χώρο
- σὺ δ᾽, ὦ Ποίαντος παῖ, Φιλοκτήτην λέγω, ἔξελθ᾽, ἀμείψας τάσδε πετρήρεις στέγας. : Ἔ, σύ, γιέ τοῦ Ποίαντα, ἐσένα λέω, Φιλοκτήτη, ξετρύπωσε ἀπ’ τήν πέτρα σου. (Σοφοκλής, Φιλοκτήτης, 1260 απόδοση Γ. Μπλανας)
- μέσο: κάνω κάτι εναλλάξ, διαδέχομαι, εναλλάσσομαι, αλλάζω
- ἄλλα ἄλλοθεν ἀμείβεται : μια το ένα έρχεται, μετά δίνει τη θέση του σε άλλο
- εἰς δὲ τὸ κάτω ἀμειβόμενον στενότητι: προς τα κάτω στενεύει (αλλάζει σε στενότητα)
- μέσο: αποκρίνομαι
- ἀμείβεσθαι ἐπέεσσι : ανταλλάσσουν λόγια, ανταπαντά ο ένας στον άλλον
- Κροῖσος δέ μιν ἀμείβετο τοῖσιδε: και ο Κροίσος του αποκρίθηκε ως εξής
- μέσο: ανταποδίδω, ανταμείβω
- οἱ δὲ τοὺς ἀγαθόν τι ποιοῦντας ἑαυτοὺς μὴ τοῖς ὁμοίοις ἀμειβόμενοι, κακίας.' : εκείνοι (όμως) που δεν ανταποδίδουν εξίσου το καλό σε όσους τους ευεργέτησαν, (κατηγορούνται) για κακία
- ἀμείψεται φόνον φόνος
- μέσο: βγαίνω, ξεφεύγω, διαβαίνω
- ἐπεὶ ἄρ κεν ἀμείψεται ἕρκος ὀδόντων. : αν μιά φορά διαβεί τον δοντοφράχτη· (Ιλιάδα, Ραψ. Ι ή 9η, 409, απόδοση Πάλλη)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- ἐξαμείβω
- ἀπαμείβομαι (απαντώ)
- διαμείβω (ανταλλάσσω κάτι)
- παραμείβω, παραμείβομαι
- ἀνταμείβομαι