ανταμειβόμενος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ανταμειβόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ανταμείβω
ΜετοχήΕπεξεργασία
ανταμειβόμενος, -η, -ο
- που ανταμείβεται, που παίρνει ανταμοιβή
- έπαιξαν κάτω από αντίξοες συνθήκες, ανταμειβόμενοι με το κύπελλο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ανταμειβόμενος
|