Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιβραβευμένος η επιβραβευμένη το επιβραβευμένο
      γενική του επιβραβευμένου της επιβραβευμένης του επιβραβευμένου
    αιτιατική τον επιβραβευμένο την επιβραβευμένη το επιβραβευμένο
     κλητική επιβραβευμένε επιβραβευμένη επιβραβευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιβραβευμένοι οι επιβραβευμένες τα επιβραβευμένα
      γενική των επιβραβευμένων των επιβραβευμένων των επιβραβευμένων
    αιτιατική τους επιβραβευμένους τις επιβραβευμένες τα επιβραβευμένα
     κλητική επιβραβευμένοι επιβραβευμένες επιβραβευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

επιβραβευμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία