επικροτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επικροτώ < αρχαία ελληνική ἐπικροτέω, αρχαία ελληνική ἐπικροτῶ < ἐπί + κροτῶ < κρότος
Ρήμα
επεξεργασίαεπικροτώ
- συμφωνώ με μια ενέργεια και δηλώνω την υποστήριξή μου
- ⮡ Επικροτώ το γεγονός ότι οι μουσικοί θα λάβουν το 20% των κερδών