ενεστώτας applaud
γ΄ ενικό ενεστώτα applauds
αόριστος applauded
παθητική μετοχή applauded
ενεργητική μετοχή applauding

applaud (en)

  1. χειροκροτώ
     συνώνυμα: clap for, cheer
    ⮡  The spectators applauded the actors.
    Οι θεατές χειροκρότησαν τους ηθοποιούς.
  2. επιδοκιμάζω, επικροτώ
     συνώνυμα:  laud, praise και commend
    ⮡  I applaud the fact that musicians will receive 20% of the profits.
    Επικροτώ το γεγονός ότι οι μουσικοί θα λάβουν το 20% των κερδών.