χειροκροτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαχειροκροτώ
- χτυπώ τις παλάμες των χεριών μου μεταξύ τους και προκαλώ θόρυβο με σκοπό να εκφράσω αποδοχή, επιδοκιμασία ή ενθουσιασμός για κάποιον ή κάτι
- οι θεατές χειροκρότησαν θερμά τους ηθοποιούς
- (συνεκδοχικά) εκδηλώνω αποδοχής, επιδοκιμασίας ή ενθουσιασμού