Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
clap claps

clap (en)

ενεστώτας clap
γ΄ ενικό ενεστώτα claps
αόριστος clapped
παθητική μετοχή clapped
ενεργητική μετοχή clapping

clap (en)

  1. (με for) χειροκροτώ
     συνώνυμα: applaud
    ⮡  The spectators clapped for the actors.
    Οι θεατές χειροκρότησαν τους ηθοποιούς.
  2. χτυπώ παλαμάκια
    ⮡  The teacher clapped her hands, to quiet the children.
    Η καθηγήτρια χτύπησε παλαμάκια, για να ησυχάσει τα παιδιά.