clap
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | clap |
γ΄ ενικό ενεστώτα | claps |
αόριστος | clapped |
παθητική μετοχή | clapped |
ενεργητική μετοχή | clapping |
clap (en)
- (με for) χειροκροτώ
- χτυπώ παλαμάκια
- ⮡ The teacher clapped her hands, to quiet the children.
- Η καθηγήτρια χτύπησε παλαμάκια, για να ησυχάσει τα παιδιά.
- ⮡ The teacher clapped her hands, to quiet the children.