παλαμάκια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | παλαμάκια | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | τα | παλαμάκια | ||
κλητική | παλαμάκια | |||
Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαλαμάκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η κίνηση με την οποία χτυπάμε τις δύο παλάμες μας μεταξύ τους, για να προκαλέσουμε την προσοχή κάποιου ή για να εκφράσουμε την επιδοκιμασία μας
- η καθηγήτρια χτύπησε παλαμάκια, για να ησυχάσει τα παιδιά
- αν νομίζεις ότι θα κάθομαι εδώ μόνο για να σ' ακούω και να σου βαράω παλαμάκια, είσαι γελασμένος
- ο ήχος που ακούγεται όταν χτυπάμε τα δυο χέρια μεταξύ τους
- χορός ηπειρώτικος σε ρυθμό 2/4
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη παλάμη