commend
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | commend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | commends |
αόριστος | commended |
παθητική μετοχή | commended |
ενεργητική μετοχή | commending |
Ρήμα
επεξεργασίαcommend (en)
ενεστώτας | commend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | commends |
αόριστος | commended |
παθητική μετοχή | commended |
ενεργητική μετοχή | commending |
commend (en)