condone
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | condone |
γ΄ ενικό ενεστώτα | condones |
αόριστος | condoned |
παθητική μετοχή | condoned |
ενεργητική μετοχή | condoning |
Ρήμα
επεξεργασίαcondone (en)
- συγχωρώ, παραβλέπω, δικαιολογώ, επιτρέπω, ανέχομαι
- θεωρώ κάποιον ή κάτι καλό ή επιθυμητό, επιδοκιμάζω, επικροτώ