ενεστώτας condone
γ΄ ενικό ενεστώτα condones
αόριστος condoned
παθητική μετοχή condoned
ενεργητική μετοχή condoning

condone (en)

  1. συγχωρώ, παραβλέπω, δικαιολογώ, επιτρέπω, ανέχομαι
  2. θεωρώ κάποιον ή κάτι καλό ή επιθυμητό, επιδοκιμάζω, επικροτώ
    But I surely do not like all that is happening and I do not condone it.
    Αλλά σίγουρα όσα γίνονται δεν μου αρέσουν και δεν τα επικροτώ.
     συνώνυμα: approve