ενεστώτας pick up
γ΄ ενικό ενεστώτα picks up
αόριστος picked up
παθητική μετοχή picked up
ενεργητική μετοχή picking up

Ετυμολογία

επεξεργασία
pick up <  δείτε τις λέξεις pick και up

pick up (en)

  1. (αμετάβατο, ανεπίσημο) συνεχίζω κάτι που είχε διακοπεί
      Let's pick up where we left off.
    Ας συνεχίσουμε από το σημείο που είχαμε μείνει.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη continue
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) απαντάω σε τηλεφώνημα
      I called you, but no one picked up.
    Σε πήρα στο τηλέφωνο, αλλά δεν απάντησε κανείς.
  3. (μεταβατικό) παραλαμβάνω, περνάω να πάρω κάποιον, παίρνω, πάω κάπου και παίρνω κάποιον που με περιμένει
      I picked them up from the airport and took them to the hotel.
    Τους παρέλαβα από το αεροδρόμιο και τους πήγα στο ξενοδοχείο.
      I will pick you up from your hotel at 7.
    Θα περάσω να σε πάρω από το ξενοδοχείο σου στις 7./Θα σε πάρω από το ξενοδοχείο σου στις 7.
      I will pick up the children from school.
    Θα περάσω να πάρω τα παιδιά από το σχολείο.
      The bus stopped to pick up two passengers.
    Το λεωφορείο σταμάτησε να πάρει δυο επιβάτες.
     συνώνυμα:  call for, collect και get
  4. (μεταβατικό, ανεπίσημο) τσιμπάω, η αστυνομία συλλαμβάνει κάποιον
      He was picked up by the police.
    Τον τσίμπησε η αστυνομία.
  5. (μεταβατικό) πιάνω, παίρνω, μαζεύω και σηκώνω κάτι
      He picked up the guitar and started to play.
    Έπιασε την κιθάρα και άρχισε να παίζει.
      Pick your books up from the floor.
    Πάρε τα βιβλία σου από το πάτωμα.
      He picked up his hat and left.
    Πήρε το καπέλο του και έφυγε.
      I picked up the dishes to clear the table.
    Σήκωσα τα πιάτα για να καθαρίσω το τραπέζι.
      She dropped her lighter and bent down to pick it up.
    Της έπεσε ο αναπτήρας και έσκυψε να τον μαζέψει.
      Pick the crumbs up off the table.
    Μάζεψε τα ψίχουλα από το τραπέζι.