ενεστώτας continue
γ΄ ενικό ενεστώτα continues
αόριστος continued
παθητική μετοχή continued
ενεργητική μετοχή continuing

continue (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζω να υπάρχω ή να γίνομαι χωρίς να σταματήσω
    παράδειγμα  The rain will probably continue.
    Η βροχή μάλλον θα συνεχιστεί.
    παράδειγμα  He continues to be unwell.
    Συνεχίζει να μην είναι καλά.
    παράδειγμα  Will our company continue (existing)?
    Θα συνεχίσει/θα συνεχιστεί η εταιρεία μας;
    παράδειγμα  The epidemic continued for months.
    Η επιδημία συνεχίστηκε επί μήνες.
    παράδειγμα  The weather continues to be cold.
    Ο καιρός εξακολουθεί κρύος.
    παράδειγμα  The rain continued all night.
    Η βροχή εξακολούθησε όλη τη νύχτα.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζω να κάνω κάτι χωρίς να σταματήσω
    παράδειγμα  Everyone stopped working but he continued.
    Σταμάτησε όλοι τη δουλειά αλλά αυτός συνέχισε.
    παράδειγμα  She continued living in her village.
    Συνέχισε να ζει στο χωριό της.
    παράδειγμα  She continues working late until the evening.
    Εξακολουθεί να εργάζεται ως αργά το βράδυ.
    παράδειγμα  He continued (with) his research.
    Εξακολούθησε την έρευνά του.
     συνώνυμα:  keep, keep on και keep up
  3. (αμετάβατο) συνεχίζω, προχωρώ πιο μακριά προς την ίδια κατεύθυνση
    παράδειγμα  Continue until you reach the station.
    Συνέχισε ώσπου να φτάσεις στο σταθμό.
    παράδειγμα  After this bend, the road continues uphill for some kilometers.
    Μετά τη στροφή αυτή ο δρόμος συνεχίζει ανηφορικά για μερικά χιλιόμετρα.
    παράδειγμα  The road continues beyond the park.
    Ο δρόμος συνεχίζεται πέρα από το πάρκο.
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) συνεχίζω, ξεκινάω κάτι ξανά αφού σταματήσω για λίγο
    παράδειγμα  He paused his studies but he’s thinking about continuing (with) them.
    Διέκοψε τις σπουδές του αλλά σκέπτεται να τις συνεχίσει.
    παράδειγμα  The story will be continued in next month’s issue.
    Η ιστορία θα συνεχίσει στο τεύχος του επόμενου μήνα.
     συνώνυμα: resume
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) συνεχίζω, αρχίζω να μιλάω ξανά αφού σταμάτησα
    παράδειγμα  Let me continue and don’t cut me off.
    Άφησέ με να συνεχίσω και μη με διακόπτεις.
    παράδειγμα  After a while, she continued her speech.
    Ύστερα από λίγο συνέχισε τον λόγο της.
    παράδειγμα  He paused for a moment, looked at the audience and continued.
    Σταμάτησε για λίγο, κοίταξε το ακροατήριο και συνέχισε.

Συγγενικά

επεξεργασία