ενεστώτας continue
γ΄ ενικό ενεστώτα continues
αόριστος continued
παθητική μετοχή continued
ενεργητική μετοχή continuing

continue (en)

  1. συνεχίζω
     συνώνυμα:  keep, keep on και keep up
  2. (αμετάβατο) συνεχίζω, προχωρώ πιο μακριά προς την ίδια κατεύθυνση
    After this bend, the road continues uphill for some kilometers.
    Μετά τη στροφή αυτή ο δρόμος συνεχίζει ανηφορικά για μερικά χιλιόμετρα.