continue
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | continue |
γ΄ ενικό ενεστώτα | continues |
αόριστος | continued |
παθητική μετοχή | continued |
ενεργητική μετοχή | continuing |
Ρήμα
επεξεργασίαcontinue (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζω να υπάρχω ή να γίνομαι χωρίς να σταματήσω
- ⮡ The rain will probably continue.
- Η βροχή μάλλον θα συνεχιστεί.
- ⮡ He continues to be unwell.
- Συνεχίζει να μην είναι καλά.
- ⮡ Will our company continue (existing)?
- Θα συνεχίσει/θα συνεχιστεί η εταιρεία μας;
- ⮡ The epidemic continued for months.
- Η επιδημία συνεχίστηκε επί μήνες.
- ⮡ The weather continues to be cold.
- Ο καιρός εξακολουθεί κρύος.
- ⮡ The rain continued all night.
- Η βροχή εξακολούθησε όλη τη νύχτα.
- ⮡ The rain will probably continue.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζω να κάνω κάτι χωρίς να σταματήσω
- ⮡ Everyone stopped working but he continued.
- Σταμάτησε όλοι τη δουλειά αλλά αυτός συνέχισε.
- ⮡ She continued living in her village.
- Συνέχισε να ζει στο χωριό της.
- ⮡ She continues working late until the evening.
- Εξακολουθεί να εργάζεται ως αργά το βράδυ.
- ⮡ He continued (with) his research.
- Εξακολούθησε την έρευνά του.
- ≈ συνώνυμα: keep, keep on και keep up
- ⮡ Everyone stopped working but he continued.
- (αμετάβατο) συνεχίζω, προχωρώ πιο μακριά προς την ίδια κατεύθυνση
- ⮡ Continue until you reach the station.
- Συνέχισε ώσπου να φτάσεις στο σταθμό.
- ⮡ After this bend, the road continues uphill for some kilometers.
- Μετά τη στροφή αυτή ο δρόμος συνεχίζει ανηφορικά για μερικά χιλιόμετρα.
- ⮡ The road continues beyond the park.
- Ο δρόμος συνεχίζεται πέρα από το πάρκο.
- ⮡ Continue until you reach the station.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συνεχίζω, ξεκινάω κάτι ξανά αφού σταματήσω για λίγο
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συνεχίζω, αρχίζω να μιλάω ξανά αφού σταμάτησα
- ⮡ Let me continue and don’t cut me off.
- Άφησέ με να συνεχίσω και μη με διακόπτεις.
- ⮡ After a while, she continued her speech.
- Ύστερα από λίγο συνέχισε τον λόγο της.
- ⮡ He paused for a moment, looked at the audience and continued.
- Σταμάτησε για λίγο, κοίταξε το ακροατήριο και συνέχισε.
- ⮡ Let me continue and don’t cut me off.