ενεστώτας keep up
γ΄ ενικό ενεστώτα keeps up
αόριστος kept up
παθητική μετοχή kept up
ενεργητική μετοχή keeping up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
keep up < → δείτε τις λέξεις keep και up

keep up (en)

  1. (μεταβατικό) ξενυχτάω, ξενυχτώ, αποτρέπω κάποιον να πάει για ύπνο
    ⮡  The baby kept me up with its crying.
    Με ξενύχτησε το μωρό με το κλάμα του.
  2. (μεταβατικό) συνεχίζω
    ⮡  Keep it up!
    Συνέχισε με την ίδια ένταση!
    ⮡  You will wind up in prison if you keep this up.
    Θα καταλήξεις στη φυλακή αν συνεχίσεις έτσι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη continue