keep up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | keep up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | keeps up |
αόριστος | kept up |
παθητική μετοχή | kept up |
ενεργητική μετοχή | keeping up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαkeep up (en)
- (μεταβατικό) ξενυχτάω, ξενυχτώ, αποτρέπω κάποιον να πάει για ύπνο
- ⮡ The baby kept me up with its crying.
- Με ξενύχτησε το μωρό με το κλάμα του.
- ⮡ The baby kept me up with its crying.
- (μεταβατικό) συνεχίζω