ενεστώτας keep
γ΄ ενικό ενεστώτα keeps
αόριστος kept
παθητική μετοχή kept
ενεργητική μετοχή keeping
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

keep (en)

  1. κρατώ
  2. διατηρώ
    ⮡  I do exercises to keep fit.
    Κάνω ασκήσεις για να διατηρηθώ υγιής.
  3. συνεχίζω, διαρκώς, συνεχώς
    ⮡  Keep eating!
    Συνέχισε να τρως!
    ⮡  The little dog kept barking.
    Το σκυλάκι συνέχισε να γαβγίζει.
    ⮡  Athens keeps growing.
    Η Αθήνα διαρκώς μεγαλώνει.
    ⮡  Our expenses/debts keep climbing.
    Τα έξοδά μας/χρέη μας ανεβαίνουν συνεχώς.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη continue

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία