Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

keep going < → δείτε τις λέξεις keep και going

  Έκφραση επεξεργασία

keep going (en)

  • συνεχίζω
    We all stopped working but he kept going.
    Σταματήσαμε όλοι τη δουλειά αλλά αυτός συνέχισε.

  Πηγές επεξεργασία

  • keep going - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)