keep an eye out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | keep an eye out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | keeps en eye out |
αόριστος | kept en eye out |
παθητική μετοχή | kept en eye out |
ενεργητική μετοχή | keeping en eye out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαkeep an eye out (en)
- προσέχω, έχω τον νου μου, ψάχνω
- ⮡ I keep an eye out in this area for a nice apartment with low rent