eye

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
eye eyes

eye (en)

  1. (ανθρώπινο σώμα) το μάτι
  2. το φύτρο, ο φυτικός οφθαλμός

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας eye
γ΄ ενικό ενεστώτα eyes
αόριστος eyed
παθητική μετοχή eyed
ενεργητική μετοχή eying, eyeing

eye (en)

  • κοιτάζω
    ⮡  I eye somebody with suspicion/curiosity/jealousy.
    Κοιτάζω κάποιον με υποψία/περιέργεια/ζήλεια.

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία
  • aye (αρχαιοπρεπές: ναι)
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 457-458. ISBN 9780194325684. , λήμμα: κοιτάζω