Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

in someone's eyes < → δείτε τις λέξεις in, someone's και eyes

  Έκφραση επεξεργασία

in someone's eyes (en)

  • (ιδιωματισμός) στα μάτια κάποιου
    Such behavior demeans you in her eyes.
    Τέτοια συμπεριφορά σε ρίχνει στα μάτια της.

  Πηγές επεξεργασία