Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

take one's eyes off < → δείτε τις λέξεις take, one's, eyes και off

  Έκφραση επεξεργασία

take one's eyes off (en)

  • (ιδιωματισμός) ξεκολλώ τα μάτια μου, σταματώ να κοιτάζω
    He didn’t take his eyes off the coffin.
    Τα μάτια του δεν ξεκολλούσαν από το φέρετρο.
    I couldn’t take my eyes off of her.
    Δε μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω της.

  Πηγές επεξεργασία