ξεκολλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεκολλώ < μεσαιωνική ελληνική ξε- + κολλώ
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεκολλώ
- (μεταβατικό) αποκολλώ, αποσπώ ένα αντικείμενο από την επιφάνεια πάνω στην οποία ήταν κολλημένο
- (αμετάβατο) αποσπώμαι από την επιφάνεια πάνω στην οποία με είχαν κολλήσει
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) απομακρύνομαι από μια συναναστροφή ή διακόπτω μια δραστηριότητα
- ξεκόλλα επιτέλους από τον υπολογιστή σου να πάμε καμιά βόλτα
- (λαϊκότροπο) ξεκολλιέμαι κυρίως στους παρελθοντικούς χρόνους για αντικείμενα, όπως ξεκολλήθηκε αντί ξεκόλλησε για κάτι που αποσπάσθηκε με βία ή πάντως με πρόθεση και δεν αποκολλήθηκε τυχαία ή από φθορά μόνο του
Συγγενικά
επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεκολλάω - ξεκολλώ | ξεκολλούσα | θα ξεκολλάω - ξεκολλώ | να ξεκολλάω - ξεκολλώ | ξεκολλώντας | |
β' ενικ. | ξεκολλάς | ξεκολλούσες | θα ξεκολλάς | να ξεκολλάς | ξεκόλλα - ξεκόλλαγε | |
γ' ενικ. | ξεκολλάει - ξεκολλά | ξεκολλούσε | θα ξεκολλάει - ξεκολλά | να ξεκολλάει - ξεκολλά | ||
α' πληθ. | ξεκολλάμε - ξεκολλούμε | ξεκολλούσαμε | θα ξεκολλάμε - ξεκολλούμε | να ξεκολλάμε - ξεκολλούμε | ||
β' πληθ. | ξεκολλάτε | ξεκολλούσατε | θα ξεκολλάτε | να ξεκολλάτε | ξεκολλάτε | |
γ' πληθ. | ξεκολλάν(ε) - ξεκολλούν(ε) | ξεκολλούσαν(ε) | θα ξεκολλάν(ε) - ξεκολλούν(ε) | να ξεκολλάν(ε) - ξεκολλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεκόλλησα | θα ξεκολλήσω | να ξεκολλήσω | ξεκολλήσει | ||
β' ενικ. | ξεκόλλησες | θα ξεκολλήσεις | να ξεκολλήσεις | ξεκόλλα - ξεκόλλησε | ||
γ' ενικ. | ξεκόλλησε | θα ξεκολλήσει | να ξεκολλήσει | |||
α' πληθ. | ξεκολλήσαμε | θα ξεκολλήσουμε | να ξεκολλήσουμε | |||
β' πληθ. | ξεκολλήσατε | θα ξεκολλήσετε | να ξεκολλήσετε | ξεκολλήστε | ||
γ' πληθ. | ξεκόλλησαν ξεκολλήσαν(ε) |
θα ξεκολλήσουν(ε) | να ξεκολλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεκολλήσει | είχα ξεκολλήσει | θα έχω ξεκολλήσει | να έχω ξεκολλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεκολλήσει | είχες ξεκολλήσει | θα έχεις ξεκολλήσει | να έχεις ξεκολλήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεκολλήσει | είχε ξεκολλήσει | θα έχει ξεκολλήσει | να έχει ξεκολλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεκολλήσει | είχαμε ξεκολλήσει | θα έχουμε ξεκολλήσει | να έχουμε ξεκολλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεκολλήσει | είχατε ξεκολλήσει | θα έχετε ξεκολλήσει | να έχετε ξεκολλήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεκολλήσει | είχαν ξεκολλήσει | θα έχουν ξεκολλήσει | να έχουν ξεκολλήσει |
|