αποσπώμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποσπώμαι < ἀποσπῶμαι
Ρήμα
επεξεργασίααποσπώμαι (μεσοπαθητικό του αποσπώ)
- χάνω την εστίαση της προσοχής μου, κάτι τραβάει την προσοχή μου από το κύριο αντικείμενό μου τη συγκεκριμένη στιγμή
- με μεταθέτουν σε άλλη υπηρεσία του δημοσίου ή σε άλλη μονάδα του στρατού
- (για αντικείμενα ή εξαρτήματα) στο τρίτο πρόσωπο, βγαίνει από μια θέση, αφαιρείται και μπορεί να ξανατοποθετηθεί στην ίδια θέση, να αποσυναρμολογηθεί και να επανασυναρμολογηθεί
- Η βάση αποσπάται εύκολα και επανατοποθετείται όποτε θέλει ο χρήστης της συσκευής
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαενεστώτας αποσπώμαι (παρατατικός με αποσπούσαν ή ήμουν αποσπασμένος) μέλλοντας θα αποσπασθώ και θα αποσπώμαι αόριστος αποσπάσθηκα παρακείμενος έχω αποσπασθεί, μετοχή ενεστώτα αποσπούμενος και μετοχή παρακειμένου αποσπασμένος
→ δείτε τη λέξη αποσπώ