ξανατοποθετούμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξανατοποθετούμαι < ξανατοποθετώ < ξανά + τοποθετώ
Ρήμα επεξεργασία
ξανατοποθετούμαι (μεσοπαθητικό του ξανατοποθετώ)
- (για αντικείμενα) τοποθετούμαι εκ νέου σε μια θέση, ξαναμπαίνω στη θέση μου
- αλλάζω τοποθέτηση σε ένα ζήτημα πάνω στο οποίο είχα προηγουμέως εκφέρει τη γνώμη μου, είχα τοποθετηθεί, όμως θέλω είτε να διευκρινίσω κάτι είτε και να αλλάξω θέση
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξανατοποθετούμαι
|