Ετυμολογία

επεξεργασία
ξανατοποθετούμαι < ξανατοποθετώ < ξανά + τοποθετώ

ξανατοποθετούμαι (μεσοπαθητικό του ξανατοποθετώ)

  1. (για αντικείμενα) τοποθετούμαι εκ νέου σε μια θέση, ξαναμπαίνω στη θέση μου
  2. αλλάζω τοποθέτηση σε ένα ζήτημα πάνω στο οποίο είχα προηγουμέως εκφέρει τη γνώμη μου, είχα τοποθετηθεί, όμως θέλω είτε να διευκρινίσω κάτι είτε και να αλλάξω θέση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία