Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επανατοποθετούμαι < παθητικό του επανατοποθετώ < επί και ανά + τοποθετώ

  Ρήμα επεξεργασία

επανατοποθετούμαι

  1. (για αντικείμενα) στο τρίτο πρόσωπο, μπαίνει ξανά στη θέση του
    Επανατοποθετείται πολύ εύκολα, δυο λεπτά θα κάνετε
  2. ξανατοποθετούμαι σε ενα ζήτημα, τοποθετούμαι εκ νέου αλλάζοντας κάπως ή και πολύ την προηγούμενη τοποθέτησή μου

Κλίση επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη επανατοποθετώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία