επανατοποθετώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επανατοποθετώ < λόγια λέξη της καθαρεύουσας ἐπανατοποθετῶ
Ρήμα επεξεργασία
επανατοποθετώ (παθητικό: επανατοποθετούμαι)
- (παθητικό) γνωστοποιώ ότι αλλάζω γνώμη και άποψη για ένα ζήτημα, αλλάζω τοποθέτηση, αναιρώ, αποσύρω κάτι που είχα δηλώσει, ανασκευάζω
- Θα προτιμούσα να επανατοποθετηθώ' επί του θέματος
- Μετά τις εύλογες κοινωνικές αντιδράσεις ο υπουργός πρέπει να επανατοποθετηθεί στο ζήτημα της...
- (ενεργητικό) τοποθετώ ξανά κάτι σε μια θέση, όπου βρισκόταν και πριν
Μεταφράσεις επεξεργασία
επανατοποθετώ
|