Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επανατοποθετώ < λόγια λέξη της καθαρεύουσας ἐπανατοποθετῶ

  Ρήμα επεξεργασία

επανατοποθετώ (παθητικό: επανατοποθετούμαι)

  1. (παθητικό) γνωστοποιώ ότι αλλάζω γνώμη και άποψη για ένα ζήτημα, αλλάζω τοποθέτηση, αναιρώ, αποσύρω κάτι που είχα δηλώσει, ανασκευάζω
    Θα προτιμούσα να επανατοποθετηθώ' επί του θέματος
    Μετά τις εύλογες κοινωνικές αντιδράσεις ο υπουργός πρέπει να επανατοποθετηθεί στο ζήτημα της...
  2. (ενεργητικό) τοποθετώ ξανά κάτι σε μια θέση, όπου βρισκόταν και πριν

  Μεταφράσεις επεξεργασία