Ετυμολογία

επεξεργασία
replacer < replace + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
replacer replacers

replacer (en)

  1. αντικατάσταση, αντικαταστάτης
  2. υποκατάστατο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • milk replacer : υποκατάστατο (τροφή αντικατάστασης) του γάλακτος
  • replacer function : συνάρτηση αντικατάστασης



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /?/

replacer (fr)

  1. τοποθετώ ξανά
  2. επανατοποθετώ

Συγγενικά

επεξεργασία