replacer
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
replacer | replacers |
replacer (en)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- milk replacer : υποκατάστατο (τροφή αντικατάστασης) του γάλακτος
- replacer function : συνάρτηση αντικατάστασης
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαreplacer (fr)