Ετυμολογία

επεξεργασία
αποκολλώ < (ελληνιστική κοινήἀποκολλάω / ἀποκολλῶ

αποκολλώ (παθητική φωνή: αποκολλώμαι & αποκολλιέμαι)

  1. αποσυνδέω δύο -μέχρι τότε- κολλημένα πράγματα
  2. (μεταφορικά) διώχνω, απομακρύνω κάτι από κάπου

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία