αποκολλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποκολλώ < (ελληνιστική κοινή) ἀποκολλάω / ἀποκολλῶ
Ρήμα
επεξεργασίααποκολλώ (παθητική φωνή: αποκολλώμαι & αποκολλιέμαι)
- αποσυνδέω δύο -μέχρι τότε- κολλημένα πράγματα
- (μεταφορικά) διώχνω, απομακρύνω κάτι από κάπου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αποκολλημένος
- αποκόλληση
- αποκολλητής
- → δείτε τις λέξεις από και κόλλα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποκολλάω - αποκολλώ | αποκολλούσα | θα αποκολλάω - αποκολλώ | να αποκολλάω - αποκολλώ | αποκολλώντας | |
β' ενικ. | αποκολλάς | αποκολλούσες | θα αποκολλάς | να αποκολλάς | αποκόλλα - αποκόλλαγε | |
γ' ενικ. | αποκολλάει - αποκολλά | αποκολλούσε | θα αποκολλάει - αποκολλά | να αποκολλάει - αποκολλά | ||
α' πληθ. | αποκολλάμε - αποκολλούμε | αποκολλούσαμε | θα αποκολλάμε - αποκολλούμε | να αποκολλάμε - αποκολλούμε | ||
β' πληθ. | αποκολλάτε | αποκολλούσατε | θα αποκολλάτε | να αποκολλάτε | αποκολλάτε | |
γ' πληθ. | αποκολλάν(ε) - αποκολλούν(ε) | αποκολλούσαν(ε) | θα αποκολλάν(ε) - αποκολλούν(ε) | να αποκολλάν(ε) - αποκολλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποκόλλησα | θα αποκολλήσω | να αποκολλήσω | αποκολλήσει | ||
β' ενικ. | αποκόλλησες | θα αποκολλήσεις | να αποκολλήσεις | αποκόλλα - αποκόλλησε | ||
γ' ενικ. | αποκόλλησε | θα αποκολλήσει | να αποκολλήσει | |||
α' πληθ. | αποκολλήσαμε | θα αποκολλήσουμε | να αποκολλήσουμε | |||
β' πληθ. | αποκολλήσατε | θα αποκολλήσετε | να αποκολλήσετε | αποκολλήστε | ||
γ' πληθ. | αποκόλλησαν αποκολλήσαν(ε) |
θα αποκολλήσουν(ε) | να αποκολλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποκολλήσει | είχα αποκολλήσει | θα έχω αποκολλήσει | να έχω αποκολλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποκολλήσει | είχες αποκολλήσει | θα έχεις αποκολλήσει | να έχεις αποκολλήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποκολλήσει | είχε αποκολλήσει | θα έχει αποκολλήσει | να έχει αποκολλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποκολλήσει | είχαμε αποκολλήσει | θα έχουμε αποκολλήσει | να έχουμε αποκολλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποκολλήσει | είχατε αποκολλήσει | θα έχετε αποκολλήσει | να έχετε αποκολλήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποκολλήσει | είχαν αποκολλήσει | θα έχουν αποκολλήσει | να έχουν αποκολλήσει |
|