Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσυνδέω < από + συνδέω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική disconnect)

  Ρήμα επεξεργασία

αποσυνδέω (παθητική φωνή: αποσυνδέομαι)

  1. παύω να συνδέω, χωρίζω κάποια πράγματα που μέχρι τότε ήταν ενωμένα
  2. (μεταφορικά) παύω να συσχετίζω ή να συνεξετάζω πράγματα που μέχρι πρότινος θεωρούσα σχετικά μεταξύ τους

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία