αποσυνδεδεμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποσυνδεδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποσυνδέω
Μετοχή επεξεργασία
αποσυνδεδεμένος και αποσυνδεμένος
- που έχει αποσυνδεθεί, συνήθως για συσκευές
- χρήστης υπολογιστή που είναι (ή θέλει να φαίνεται) εκτός σύνδεσης