συσχετίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συσχετίζω < (μαρτυρείται από το 1854) (συν-) συ- + σχετίζω (σχέση + -ίζω), (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική corréler
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.sçeˈti.zo/
Ρήμα
επεξεργασίασυσχετίζω, αόρ.: συσχέτισα, παθ.φωνή: συσχετίζομαι, π.αόρ.: συσχετίστηκα/συσχετίσθηκα, μτχ.π.π.: συσχετισμένος
- ⮡ Ο αρχαιολόγος συσχέτισε τα θραύσματα αναγλύφου που βρέθηκαν στην ανασκαφή με την επιτύμβια στήλη που είχε έρθει στο φως το προηγούμενο έτος.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- άσχετος
- σχετίζομαι
- σχετικός
- συσχετικός
- συσχέτιση
- συσχετισμός
- και → δείτε τη λέξη σχέση
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συσχετίζω | συσχέτιζα | θα συσχετίζω | να συσχετίζω | συσχετίζοντας | |
β' ενικ. | συσχετίζεις | συσχέτιζες | θα συσχετίζεις | να συσχετίζεις | συσχέτιζε | |
γ' ενικ. | συσχετίζει | συσχέτιζε | θα συσχετίζει | να συσχετίζει | ||
α' πληθ. | συσχετίζουμε | συσχετίζαμε | θα συσχετίζουμε | να συσχετίζουμε | ||
β' πληθ. | συσχετίζετε | συσχετίζατε | θα συσχετίζετε | να συσχετίζετε | συσχετίζετε | |
γ' πληθ. | συσχετίζουν(ε) | συσχέτιζαν συσχετίζαν(ε) |
θα συσχετίζουν(ε) | να συσχετίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συσχέτισα | θα συσχετίσω | να συσχετίσω | συσχετίσει | ||
β' ενικ. | συσχέτισες | θα συσχετίσεις | να συσχετίσεις | συσχέτισε | ||
γ' ενικ. | συσχέτισε | θα συσχετίσει | να συσχετίσει | |||
α' πληθ. | συσχετίσαμε | θα συσχετίσουμε | να συσχετίσουμε | |||
β' πληθ. | συσχετίσατε | θα συσχετίσετε | να συσχετίσετε | συσχετίστε | ||
γ' πληθ. | συσχέτισαν συσχετίσαν(ε) |
θα συσχετίσουν(ε) | να συσχετίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συσχετίσει | είχα συσχετίσει | θα έχω συσχετίσει | να έχω συσχετίσει | ||
β' ενικ. | έχεις συσχετίσει | είχες συσχετίσει | θα έχεις συσχετίσει | να έχεις συσχετίσει | ||
γ' ενικ. | έχει συσχετίσει | είχε συσχετίσει | θα έχει συσχετίσει | να έχει συσχετίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συσχετίσει | είχαμε συσχετίσει | θα έχουμε συσχετίσει | να έχουμε συσχετίσει | ||
β' πληθ. | έχετε συσχετίσει | είχατε συσχετίσει | θα έχετε συσχετίσει | να έχετε συσχετίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συσχετίσει | είχαν συσχετίσει | θα έχουν συσχετίσει | να έχουν συσχετίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συσχετίζομαι | συσχετιζόμουν(α) | θα συσχετίζομαι | να συσχετίζομαι | ||
β' ενικ. | συσχετίζεσαι | συσχετιζόσουν(α) | θα συσχετίζεσαι | να συσχετίζεσαι | ||
γ' ενικ. | συσχετίζεται | συσχετιζόταν(ε) | θα συσχετίζεται | να συσχετίζεται | ||
α' πληθ. | συσχετιζόμαστε | συσχετιζόμαστε συσχετιζόμασταν |
θα συσχετιζόμαστε | να συσχετιζόμαστε | ||
β' πληθ. | συσχετίζεστε | συσχετιζόσαστε συσχετιζόσασταν |
θα συσχετίζεστε | να συσχετίζεστε | (συσχετίζεστε) | |
γ' πληθ. | συσχετίζονται | συσχετίζονταν συσχετιζόντουσαν |
θα συσχετίζονται | να συσχετίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συσχετίστηκα | θα συσχετιστώ | να συσχετιστώ | συσχετιστεί | ||
β' ενικ. | συσχετίστηκες | θα συσχετιστείς | να συσχετιστείς | συσχετίσου | ||
γ' ενικ. | συσχετίστηκε | θα συσχετιστεί | να συσχετιστεί | |||
α' πληθ. | συσχετιστήκαμε | θα συσχετιστούμε | να συσχετιστούμε | |||
β' πληθ. | συσχετιστήκατε | θα συσχετιστείτε | να συσχετιστείτε | συσχετιστείτε | ||
γ' πληθ. | συσχετίστηκαν συσχετιστήκαν(ε) |
θα συσχετιστούν(ε) | να συσχετιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συσχετιστεί | είχα συσχετιστεί | θα έχω συσχετιστεί | να έχω συσχετιστεί | συσχετισμένος | |
β' ενικ. | έχεις συσχετιστεί | είχες συσχετιστεί | θα έχεις συσχετιστεί | να έχεις συσχετιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει συσχετιστεί | είχε συσχετιστεί | θα έχει συσχετιστεί | να έχει συσχετιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συσχετιστεί | είχαμε συσχετιστεί | θα έχουμε συσχετιστεί | να έχουμε συσχετιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε συσχετιστεί | είχατε συσχετιστεί | θα έχετε συσχετιστεί | να έχετε συσχετιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συσχετιστεί | είχαν συσχετιστεί | θα έχουν συσχετιστεί | να έχουν συσχετιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι συσχετισμένος - είμαστε, είστε, είναι συσχετισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν συσχετισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν συσχετισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι συσχετισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι συσχετισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι συσχετισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι συσχετισμένοι |