συσχετίστηκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.sçeˈti.sti.ka/
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίασυσχετίστηκα
- α' ενικό πρόσωπο οριστικής αορίστου του ρήματος συσχετίζομαι
Άλλες μορφές
επεξεργασία- συσχετίσθηκα (επίσημο)
συσχετίστηκα