Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποκολλημένος η αποκολλημένη το αποκολλημένο
      γενική του αποκολλημένου της αποκολλημένης του αποκολλημένου
    αιτιατική τον αποκολλημένο την αποκολλημένη το αποκολλημένο
     κλητική αποκολλημένε αποκολλημένη αποκολλημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποκολλημένοι οι αποκολλημένες τα αποκολλημένα
      γενική των αποκολλημένων των αποκολλημένων των αποκολλημένων
    αιτιατική τους αποκολλημένους τις αποκολλημένες τα αποκολλημένα
     κλητική αποκολλημένοι αποκολλημένες αποκολλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποκολλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποκολλώ

  Μετοχή επεξεργασία

αποκολλημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη αποκολλώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία