ενεστώτας unglue
γ΄ ενικό ενεστώτα unglues
αόριστος unglued
παθητική μετοχή unglued
ενεργητική μετοχή ungluing

  Ετυμολογία

επεξεργασία
unglue < un- + glue

unglue (en)

  • unglue - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 603. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ξεκολλώ