Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
glue glues

glue (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

ενεστώτας glue
γ΄ ενικό ενεστώτα glues
αόριστος glued
παθητική μετοχή glued
ενεργητική μετοχή gluing, glueing

glue (en)

  1. (μεταβατικό) κολλάω
    ⮡  I glue two pieces of wood together.
    Κολλάω δυο ξύλα.
    ⮡  I glue photos into an album.
    Κολλάω φωτογραφίες σ' ένα άλμπουμ.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη stick
  2. (μεταβατικό, μεταφορικά) κολλάω, ακολουθώ κάτι ή κάποιον συνεχώς
    ⮡  I am glued to my book/to the TV.
    Είμαι κολλημένος στο βιβλίο μου/στην τηλεόραση.
    ⮡  He stays glued to his mother.
    Μένει κολλημένος στη μητέρα του.
     συνώνυμα: cling