Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
paste pastes

paste (en)

  1. (μόνο ενικός) η πάστα, ένα μαλακό υγρό μείγμα, συνήθως φτιαγμένο από σκόνη και υγρό
    ⮡  a paste for cleaning shoes - πάστα για το καθάρισμα των παπουτσιών
  2. (ειδικά σε σύνθετα) ο πολτός, η πάστα, ένα λείο, μαλακό μείγμα φαγητού που απλώνεται στο ψωμί ή χρησιμοποιείται στη μαγειρική
    ⮡  fish paste - πολτός ψαριού
    ⮡  tomato paste - πάστα ντομάτας/πελτές
    ⮡  olive paste - πάστα ελιάς
  3. (μη μετρήσιμο) η κόλλα
    ⮡  liquid paste - υγρή κόλλα
     συνώνυμα: glue
ενεστώτας paste
γ΄ ενικό ενεστώτα pastes
αόριστος pasted
παθητική μετοχή pasted
ενεργητική μετοχή pasting

paste (en)

  1. (μεταβατικό) κολλάω, επικολλώ
    ⮡  Paste on these labels.
    Κόλλα αυτές τις ετικέτες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη stick
  2. (μεταβατικό, πληροφορική) επικολλώ
    ⮡  On Windows, you can copy and paste text.
    Στα Windows μπορείτε να αντιγράψετε και να επικολλήσετε κείμενο.