πελτές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πελτές | οι | πελτέδες |
γενική | του | πελτέ | των | πελτέδων |
αιτιατική | τον | πελτέ | τους | πελτέδες |
κλητική | πελτέ | πελτέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πελτές < (άμεσο δάνειο) τουρκική pelte + -ς
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπελτές αρσενικό
- συμπυκνωμένος πολτός ντομάτας, ελαφρά αλατισμένος για να συντηρείται
- (παρωχημένο) μαρμελάδα